Ευπαθείς κοινωνικά ομάδες
Ευπαθείς κοινωνικά ομάδες (ΕΚΟ) χαρακτηρίζονται εκείνες οι ομάδες του πληθυσμού μιας χώρας που κινδυνεύουν περισσότερο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να στερηθούν βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως την πρόσβαση στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην υγειονομική φροντίδα. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο νόμος (4019/2011) για την Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα στις Ευπαθείς Κοινωνικά Ομάδες ανήκουν «οι ομάδες του πληθυσμού, των οποίων η συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή δυσχεραίνεται, είτε εξαιτίας κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, είτε εξαιτίας σωματικής ή ψυχικής ή νοητικής ή αισθητηριακής αναπηρίας, είτε εξαιτίας απρόβλεπτων γεγονότων, τα οποία επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία της τοπικής ή ευρύτερα περιφερειακής οικονομίας». Ο ίδιος νόμος χωρίζει τις Ευπαθείς Κοινωνικά Ομάδες σε δύο κατηγορίες: Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού που η ένταξη τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή εμποδίζεται από σωματικά και ψυχικά αίτια ή λόγω παραβατικής συμπεριφοράς (Άτομα με Αναπηρίες, άτομα εξαρτημένα από ουσίες ή σε διαδικασία απεξάρτησης, οροθετικοί, φυλακισμένοι/ αποφυλακισμένοι, ανήλικοι παραβάτες) Ειδικές ομάδες Πληθυσμού Ως ειδικές ομάδες πληθυσμού περιγράφονται οι ομάδες εκείνες του πληθυσμού οι οποίες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση ως προς την ομαλή ένταξη τους στην αγορά εργασίας, από οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά αίτια. Εδώ κατατάσσονται ενδεικτικά οι άνεργοι (νέοι, γυναίκες, άνω των πενήντα, μακροχρόνια άνεργοι), οι αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών και τα μέλη πολύτεκνων οικογενειών, γυναίκες θύματα κακοποίησης, οι αναλφάβητοι, οι κάτοικοι απομακρυσμένων ορεινών και νησιωτικών περιοχών, τα άτομα με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Βλέποντας με μια ευρύτερη ματιά τα πράγματα θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως κοινωνικά αποκλεισμένος είναι οποιοσδήποτε αποκόπτεται από τον κοινωνικό- οικονομικό – επαγγελματικό ιστό της χώρας είτε εμπίπτει σε μια «επίσημη» κατηγορία είτε όχι. Οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις έχουν ως συνέπεια τη στέρηση της πρόσβασης σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες σε διάφορες κοινωνικές ομάδες. ΑΜΕΑ Η Διακήρυξη των δικαιωμάτων των Ατόμων με αναπηρία (1975) του ΟΗΕ περιγράφει ως «ανάπηρο άτομο» κάθε άτομο ανίκανο να επιβεβαιώσει από μόνο του, ολικά ή μερικά, τις αναγκαιότητες για μια κανονική ατομική και κοινωνική ζωή, εξαιτίας μειωμένων σωματικών ή πνευματικών δυνατοτήτων που έχει εκ γενετής ή όχι. Σύμφωνα µε το άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος, οι πολύτεκνες οικογένειες, οι ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, τα θύματα πολέμου, οι χήρες και τα ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το κράτος, ενώ, σύμφωνα µε την παράγραφο 3, το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων. Από τα παραπάνω προκύπτει πως τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν αποτελούν μια σαφώς προσδιορισμένη κατηγορία ανθρώπων αλλά το αν εντάσσεται κάποιος ή όχι σε αυτήν εξαρτάται από το ποιος φορέας και για ποιο λόγο χρησιμοποιεί τον εν λόγω ορισμό. Το είδος της πάθησης και τα ποσοστό αναπηρίας που πρέπει να έχει κάποιος για να αναγνωριστεί ως ΑΜΕΑ εξαρτάται από το φορέα που θέλει να κάνει χρήση της εν λόγω κατηγορίας για να προσδιορίσει κάποια ειδική μεταχείριση (συνταξιοδοτικό δικαίωμα, εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θέση parkingκτλ). Δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός για το ποια άτομα κατατάσσονται στην κατηγορία των ΑΜΕΑ. Οι ορισμοί που κατά καιρούς προτείνονται εστιάζουν είτε στην βιολογική διάσταση (παθολογία, ανατομία της βλάβης) είτε στην κοινωνική (δυσκολίες που σχετίζονται με το περιβάλλον του ατόμου και συμμετοχή του στα κοινωνικά δρώμενα).